κτηματικός

κτηματικός
και χτηματικός, -ή, -ό (AM κτηματικός, -ή, -όν) [κτήμα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία»)
νεοελλ.
φρ. «Κτηματική Τράπεζα» — τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κτηματικός
αυτός που έχει περιουσία, ιδίως αγροτικά κτήματα, κτηματίας, γαιοκτήμονας («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῑν τοὺς κτηματικοὺς το τρίτον μέρος τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κτηματικῶν — κτηματικός possessed of wealth fem gen pl κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοί — κτηματικός possessed of wealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοῦ — κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικούς — κτηματικός possessed of wealth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικῶς — κτηματικός possessed of wealth adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”